- ειροποκος
- εἰροπόκοςεἰρο-πόκος2покрытый густой шерстью, глубокорунный
(ὄϊες Hom., Hes., Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄϊες Hom., Hes., Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ειροπόκος — εἰροπόκος, ον (Α) αυτός που έχει πολύ μαλλί, ο πυκνόμαλλος … Dictionary of Greek
εἰροπόκος — wool fleeced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰροπόκοι — εἰροπόκος wool fleeced masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰροπόκοις — εἰροπόκος wool fleeced masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰροπόκοισι — εἰροπόκος wool fleeced masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰροπόκους — εἰροπόκος wool fleeced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰροπόκων — εἰροπόκος wool fleeced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)